παλαιᾶι

παλαιᾶι
παλαιᾷ , παλαιός
old in years
fem dat sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Παλαιαί — Παλαιή fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλαιαί — παλαιός old in years fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Παλαιᾶι — Παλαιᾷ , Παλαιή fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Elgin Marbles — The Elgin Marbles, also known as the Parthenon Marbles, are a collection of classical Greek marble sculptures, inscriptions and architectural members that originally belonged to the Parthenon and other buildings on the Acropolis of Athens. [… …   Wikipedia

  • Neugriechische Sprache u. Literatur — Neugriechische Sprache u. Literatur. Die N. Sprache ist das Altgriechische, vermischt mit italienischen, slawischen u. türkischen Wörtern u. in den Formen ziemlich verderbt. Sie ist die Umgangssprache der jetzigen Griechen, während die… …   Pierer's Universal-Lexikon

  • TAENARUS — (inquit Bochart. l. 1. Chanaan, c. 22.) vel Ταῖναρ, est ipsissima vox Phoenicia tinar, quae pro rupe passim occurrit in Chaldaea paraphrasi. Syri vero traiectis literis scribunt tiran, et tirno. Itaque Taenar est rupes. eT vero in Taenaro monte… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κατώρυξ — ο, η (Α κατῶρυξ, ώρυχος και κατωρυχής, ές) νεοελλ. το ξύλο στρατιωτικής γέφυρας η οποία μπήγεται στο έδαφος μόλις αρχίσουν οι εργασίες κατασκευής αρχ. 1. αυτός που έχει εξορυχθεί, αυτός που βγήκε από τη γη («ἀγορή... λάεσσι κατωρυχέεσσ ἀραρυῑα»,… …   Dictionary of Greek

  • ρήση — η / ῥῆσις, εως, ΝΑ, και αρκαδ. τ. Fρήσις και ιων. τ. γεν. ιος Α λόγος, ομιλία («μακρὰν ῥῆσιν οὐ στέργει πόλις», Αισχύλ.) νεοελλ. απόφθεγμα, ρητό («ρήσεις μεγάλων ανδρών») αρχ. 1. απόφαση, ψήφισμα 2. ομιλία, σε αντιδιαστολή προς την ανάγνωση 3.… …   Dictionary of Greek

  • Καμπούρογλους, Δημήτριος — (Αθήνα 1852 – 1942). Ιστοριοδίφης και λογοτέχνης. Μετά τις νομικές σπουδές του άσκησε το δικηγορικό επάγγελμα. Όμως, από πολύ νωρίς άρχισε να ασχολείται με τη λογοτεχνία και, αργότερα, με την ιστορική αναδίφηση, στην οποία αφοσιώθηκε τελικά. Το… …   Dictionary of Greek

  • Σισιλιάνος, Δημήτριος — Διπλωμάτης και συγγραφέας (1876 1973). Διατέλεσε πρεσβευτής της Ελλάδας στην Ουάσιγκτον. Ως διπλωμάτης έφτασε ως το βαθμό του πρεσβευτή πρώτης τάξης. Ο Σ. διακρίθηκε και ως συγγραφέας. Τα κυριότερα έργα του τιτλοφορούνται Έλληνες αγιογράφοι μετά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”